- ἄλειπτρον
- ἄ-λειπτρον, Salbenbüchse
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μυράλειπτρον — και μυράλιπτρον, τὸ (Α) σκεύος το οποίο περιέχει μύρο, αγγείο μύρου, μυροθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἄλειπτρον(< ἀλείφω), πρβλ. εξ άλειπτρον] … Dictionary of Greek